Παρασκευή 19 Ιουνίου 2009

Μετανάστευση απ΄την Κορινθία
















Ματθαίου Χ.Ανδρεάδη

Απ΄το 1899 και μετά και για μεγάλο χρονικό διάστημα, νέοι Κορίνθιοι, αγρότες κυρίως, έφευγαν αθρόοι στα ξένα. Αιτία η οικονομική (σταφιδική, προ παντός) εκ της ελαττώσεως των παραγωγικών δυνάμεων και η ένεκα αυτής μεγάλη υποτίμησις της ακινήτου περιουσίας. Τα ελάχιστα χρηματικά κεφάλαια ήσαν σε χέρια πολύ λίγων, που τα δάνειζαν με υπέρογκο τόκο, με αποτέλεσμα η τοκογλυφία ν΄απειλεί με απορρόφηση τις μικρές ακίνητες περιουσίες. Σε απόγνωση οι πληθυσμοί, έβρισκαν λύση στην μετανάστευση.
Η επιδημία της μεταναστεύσεως,που από χρόνια μάστιζε,κυρίως το Μωρηά,το 1901 κορυφώθηκε.Στρατιές μεταναστών απ΄τα νότια και τα δυτικά,φτάνοντας στην Κόρινθο με τραίνα (στα οποία το Μάϊο της χρονιάς αυτής επιβιβάσθηκαν και 100 Κορίνθιοι), έφευγαν για Πειραιά.
΄Ολοι τους νέοι 18-25 χρόνων,άλκιμοι,γεμάτοι σφρίγος,που απαντούσαν όταν τους ρωτούσαν γιατί φεύγουν;
Τι να κάνουμε εμείς εδώ; Σκάβουμε από τότε που γεννηθήκαμε και δεν χορταίνουμε ψωμί. Φτώχεια και κακομοιριά. Εγώ είχα δέντρα (έλεγε ένας) και φέτος έκανα 200 οκάδες λάδι. Τι να τό κάνω; Ο γέρος πια δεν δουλεύει. Αύριο θάρθει και ο εισπράχτορας, κι΄ώσπου να φύγει αυτός θάρθει άλλος, και πού να πάμε; Να πάρω ανθρώπους να δουλεύουν; Δεν βγαίνω.Τ΄άφησα κι΄εγώ μάρμαρο στη γριά μου και πήρα τα μάτια μου και φεύγω.Στην Αμερική κάμποσα πατριωτάκια μας έχουν παράδες και στέλνουν και στους δικούς τους πάντοτε,και βάνουν και στον τόκο. Εκεί,άλλοι πουλούν άνθη,άλλοι απόκτησαν ζώα δικά τους και πουλάνε στους δρόμους φρούτα και άλλοι έχουν καφενεία. Κι΄όλοι τους έχουν παράδες. Μόλις βρούμε κι΄ εμείς δουλειά θα γράψουμε στις γυναίκες και στ΄αδέλφια μας να έλθουν κι΄αυτοί. Θα επιστρέψουμε τότε μόνο όταν γίνουμε πλούσιοι.
΄Ο Τύπος οδυρόταν: Αυτή η φλεβοτομία, με την απώλειαν τόσου αίματος εκ της χώρας, εις την ξένην, εις οιανδήποτε άλλην πολιτείαν και κοινωνίαν θα προεκάλει τιναγμόν. Εδώ όπου δι΄όλα κοιμώμεθα, δεν μας ξυπνά τοιούτον κτύπημα. Ποίος δύναται να είπη εις τους απηλπισμένους «σταθήτε!». Εις αυτούς οι οποίοι καλλιεργούν τη γην και αι θεομηνίαι σαρώνουν τους καρπούς και οι ίδιοι καταστρέφονται, πτωχεύουν, πνίγονται εις τα χρέη; Και κατόπιν έρχεται η χάλαζα, ο περονόσπορος και η θεομηνία των φόρων; Με τον αμείλικτον εισπράκτορα και τον κόπανον και το σχοινίον του χωροφύλακος; Ο αγρότης παραιτών το άροτρον, φεύγων την διπλήν θεομηνίαν, αρχίζει να μισή την γην προς την οποίαν συνεδέθη με ρίζας βαθείας, απέρχεται εις το άλλον ημισφαίριον, όπου τα πράγματα δεν είναι και τόσον ρόδινα. Η πώλησις πορτοκαλίων, η πλανόδιος εμπορία φρούτων εις τας οδούς των Αμερικανικών πόλεων, αποτελεί μονοπώλιον των ομογενών μας. Οι οποίοι κυνηγούν το χρυσούν δέρας και επιθυμούν να επιστρέψουν μετά δεκαετίας με περιουσίαν 5 έως 10 χιλιάδων δραχμών, ποσόν το οποίον εις τους πεινώντας Πελοποννησίους φαίνεται εκατομμύρια. Χωρίς να σκεφθούν οτι εκέρδισαν το κομπόδεμα πεινάσαντες και γυμνητεύσαντες κατ΄αρχάς,ούτε οτι εις τους 100 μετανάστας οι 5 τρώγουν ψωμί και οι άλλοι επιστρέφουν πεινώντες. Και όμως φεύγουν ελπίζοντες οτι η τύχη θα τους κατατάξη εις τους 5 των εκατόν.
Ο ναύλος για το ταξίδι ήταν ακριβός. 300 δραχμές. Αυτοί συσσωματούμενοι, αρνούνταν και περίμεναν να έρθουν κι΄ άλλοι, να γίνουν πολλοί.
Μέχρι να μαζευθούν όμως, να βρούν πλοίο και εξασφαλίσουν διαβατήριο,όχι λίγοι επί τη αναχωρήσει, περνούσαν τον καιρό τους εν βακχεία και ευθυμία, στα ταβερνεία και τα καπηλειά της Τρούμπας, κάτω στον Πειραιά, οι ατμοί του οίνου εξήγειραν το εύθικτον ρωμαίϊκο φιλότιμο, με αποτέλεσμα, από ασήμαντον, πάντοτε, αφορμήν να δημιουργούνται επεισόδια, όπως συνέβη ανάμεσα στους Κορίνθιους Ι.Γιαννόπουλο και Π. Μπιτσάκο, του δευτέρου τραυματισθέντος σοβαρώς εις την βουβωνικήν χώραν.
Πάντως, όταν έφταναν οι άλλοι, και μαζεύονταν πολλοί, έπεφτε ο ναύλος, στις 180 δραχμές, υπό τον όρο, όμως,η τροφή των μεταναστών, πέρα απ΄τη Μασσαλία, να βαρύνει τους ίδιους. Που με το εισιτήριο στο χέρι, επιβιβαζόμενοι στο πλοίο, στοιβάζονταν στο κατάστρωμα. Ενώ άλλοι, υπεράριθμοι, προσπαθούσαν απ΄τις βάρκες, ν΄αναρριχηθούν. Φώναζε τότε ο καπετάνιος διατάσσοντας να τραβήξουν την σκάλα. Έτσι, όσοι, απ΄αυτούς, αγωνίζονταν να φτάσουν ψηλα ρίχνονταν στη θάλασσα, ή στις βάρκες τους,ξανά.
Οι πιο πολλοί πήγαιναν στη Νέα Υόρκη, κατευθείαν, όπου υποβάλονταν σε μύριες διατυπώσεις και ελέγχους, γι΄αυτό και μερικοί υποχρεώνονταν σε επιστροφή। Άλλοι κατευθύνονταν στο Σικάγο μέσω Καναδά. Τον Δεκέμβριο του 1901 οι Αμερικανοί έστειλαν σε κάθε ευρωπαϊκό λιμάνι, όπως και στον Πειραιά, επιθεωρητές, που θα εξέταζαν με λεπτομέρειες τα της διαγωγής των υποψηφίων μεταναστών, τηλεφωνώντας, σχετικά, στη Νέα Υόρκη για να παρεμποδίζεται η αποβίβαση εκεί υπόπτων ατόμων.
***
Για το πρόβλημα της μεταναστεύσεως υπήρχε και αντίθετη αλλ΄ενδιαφέρουσα άποψη: Στο περιοδικό Οικονομική Ελλάς της 3.12.1902 γραφόταν αισιόδοξα μεταξύ άλλων πως η χώρα εισήλθε σε περίοδο νέας οικονομικης ζωής, όπως από ξένους, φίλους και εχθρούς της Ελλάδος ομολογείται. Αποδείξεις: Καλλιέργεια μάλλον εντεταμένη βιομηχανικών φυτών, σύστασις νέων γεωργικών εταιρειών, πρόοδος των οινοποιείων, με κατανάλωση στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, νέες βιομηχανίες ασθενώς αρχόμεναι, κατορθώνουσαι όμως βαθμηδόν να εδραιωθούν. Μια κοινή κραυγή πανταχόθεν ακούεται: Εργασθώμεν. Τέρμα τά λόγια, φτάνουν οι αγορεύσεις, αρκούν τα άρθρα και τα προγράμματα, τέρμα οι διθύραμβοι και πολιτικές θεωρίες: EΡΓΑΣΘΩΜΕΝ.Το έθνος διψά την εργασίαν. Μεγάλη η ανυπομονησία και η ορμή προς παραγωγήν, την αποταμίευσιν, τον πλούτον. ΄Ενδειξις σοβαρά: Η ογκουμένη μετανάστευσις, η οποία αποδεικνύει οτι ο λαός μας οργά προς εργασίαν και απόκτησιν πλούτου. Φεύγουν εξ Ελλάδος οι μάλλον ορμητικοί και ανυπόμονοι όχι διότι δεν ευρίσκουν εν αυτή τον άρτον των, αλλά διότι βιάζονται ν΄ αποκτήσουν χρήματα πολλά. ΄Εχομεν ακράδαντον την πεποίθησιν, οτι νέα οικονομική περίοδος άρχεται δια την Ελλάδα, της οποίας σημείον ενάρξεως δύναται να θεωρηθεί το ατυχές 1897.
***
Ωστόσο, η μετανάστευση συνεχιζόταν. Απ΄το δήμο Σικυώνος, λ.χ., ως το 1908 μετανάστευσαν γύρω στους 700, νέοι, στην πλειοψηφία τους, 14-30 χρόνων (καθώς και λίγες γυναίκες), αγρότες οι πιο πολλοί,αλλά και μικροβιοτέχνες.
Στο δήμο Τρικάλων-Ξυλοκάστρου, επίσης την ίδια περίοδο, το κύμα της μεταναστεύσεως ήταν μεγάλο, για τους αυτούς λόγους. Μέχρι δε το 1908 είχαν μεταναστεύσει, περίπου, 600. Μόνο απ΄το Μελίσσι, που είχε 559 κατοίκους, τη διετία 1907-1908 μετανάστευσαν περίπου 80.
Οι καταγόμενοι απ΄το δήμο Φενεού, που καλλιεργούσαν στη Βόχα σταφιδάμπελα, έπαθαν με τη σταφιδική κρίση καταστροφή.Κατέφευγαν στο δανεισμό και στην τοκογλυφία, με αποτέλεσμα να μη μπορούν ν΄ανταποκριθούν στις δαπάνες και τα χρέη τους. ΄Ετσι εγκατέλειπαν τον τόπο τους μεταναστεύοντας στην Αμερική, ιδιαίτερα όταν μάθαιναν πως εκεί το μεροκάματο ήταν 2 με 2,30 δολλάρια. Ωστόσο τον πρώτο χρόνο (1901) μετανάστευσαν μόνο 2 τολμηροί νέοι. Αυτόν δε, που έφτασε πρώτος στην Αμερική οι Φενεάτες τον ονόμασαν Κολόμβο. Λίγο μετά άλλοι. Με τα γράμματα και τα πρώτα χρήματα, που οι απόδημοι έστελναν στην πατρίδα, φούντωσε το μεταναστευτικό ρεύμα. Ακολούθησαν αρκετοί άνδρες 25-35 χρόνων. Τα κέρδη κι΄αυτών απ΄την εργασία τους μεγάλωσαν το ρεύμα, ωθώντας ακόμη και ηλικίας 16-50 χρόνων να μεταναστεύουν. ΄Ετσι τα ποσοστά του όλου ανδρικού πληθυσμού (2.166) ήσαν μεγάλα, ενώ πολύ λίγες ήσαν οι οικογένειες, οι οποίες δεν είχαν μετανάστες. Οι τελευταίοι καλούσαν συγγενείς και άγαμες γυναίκες να παντρευθούν στην Αμερική. Μέχρι το 1908 οι απόδημοι απ΄το δήμο Φενεού είχαν φτάσει τους 250, περίπου. Με τα εμβάσματα, που έστελναν μειώθηκε η τοκογλυφία κι΄έπεσε ο τόκος στο 20-25% του κεφαλαίου, ενώ ανέβηκε η αξία της γης.
Στη Νεμέα, επίσης, το 1908, όπως σημείωναν οι Νεμεάτες: Η δίψα του χρυσού, ο ζήλος της απομιμήσεως και η ευτέλεια των τιμών της εσοδείας φυγαδεύει τον λαόν εις Αμερικήν. Με τιμήν άρτου προς 60 λεπτά την οκάν, με απολήψεις εκ της σταφίδος και των οίνων ευτελείς, με φορολογίαν των ειδών πρώτης ανάγκης απάνθρωπον, με τον μαρασμόν και την φθοράν εκ της ελονοσίας τί να κάμη ο δυστυχής γεωργός και αγρότης εδώ; Να ποτίζη την γην με ιδρώτα δια να εκμεταλλεύωνται οι προπωληταί και οι κερδοσκόποι, αυτός δε να λιμοκτονή; Ο λαός φεύγει διότι ο βίος του κατέστη δύσκολος και πικρός.
Αλλά και σ΄άλλους δήμους υπήρξε ζωηρή η κίνηση για μετανάστευση, που τον πρώτο καιρό και τα εργατικά χέρια μείωσε γενικά και τα μεροκάματα υπερτίμησε. Τις ελλείψεις, όμως, στη γεωργία και λιγώτερο στην κτηνοτροφία αναπλήρωναν, εν πολλοίς, οι γυναίκες, που άρχισαν να δουλεύουν στα κτήματα και στα κοπάδια, χωρίς βοήθεια μισθωτών εργατών. ΄Ετσι και τα μεροκάματα έπαψαν να αυξάνονται απ΄τη μετανάστευση και δεν μειώθηκε η παραγωγή, ενώ αγοράσθηκαν άροτρα, γεωργικές μηχανές και τ΄αναγκαία για την καλλιέργεια ζώα.
***
Τη ίδια εποχή εξαιτίας γεγονότων στη Βαλκανική κατέφευγαν ως πρόσφυγες στην Ελλάδα και στην Κορινθία, άθλιοι και γυμνητεύοντες, ομογενείς, που πρόθυμα τους περιέθαλπαν Κορίνθιοι, Ξυλοκαστρινοί, Δερβενιώτες και άλλοι. Στη Νεμέα το 1908 νεαροί πρόσφυγες, έμπλεοι ζωής και υγείας, ευγενείς, έντιμοι και εργατικοί, ενθουσίασαν τους Νεμεάτες, που τους ανέβασαν το μεροκάματο σε 4 δραχμές, αλλ΄αυτοί αρνήθηκαν, γιατί είχαν υποσχεθεί σε άλλους με 2,5 δραχμές. Αν ήσαν Κυνουριείς και απ΄αλλού θα είχαν δεχθεί.

Βιβλιογραφία
Ανδρέας Μ.Ανδρεάδης Φροντιστήριον Δημοσίας Οικονομικής, έτ। 1916, αριθμ।12, όπου δυο μελέτες Κορινθίων δευτεροετών φοιτητών, των Δημ.Γαλάνη και Χρ.Ράπτη για τον Φενεό και τη Σικυώνα, αντίστοιχα.Επίσης εφημερίδες της εποχής,κ.ά

Δεν υπάρχουν σχόλια: