Πέμπτη 11 Ιουνίου 2009

Οι αμαξηλάτες Κορίνθου













Ματθαίου Χ.Ανδρεάδη

Απ΄τα παληά, όπως είδαμε, στην Κόρινθο οι αμαξάδες (αμαξηλάτες λεγόμενοι) υπήρχαν για όλες τις κατευθύνσεις, ιδιαίτερα για το Καλαμάκι και αλλού. Μέχρι δε το 1893 που διανοίχθηκε ο Ισθμός μετέβαιναν και επέστρεφαν απ΄την Κόρινθο στο Λουτράκι αποκλειστικά δια μέσου της Ποσειδωνίας.
Το 1895 οι αμαξηλάτες όλης της χώρας κατέβηκαν σε απεργία,γιατί η κυβέρνηση τους πίεζε να έχουν αναρτημένο το τιμολόγιο των διαδρομών ώστε να μη γίνεται εκμετάλλευση του κόσμου (ενίοτε και 19 φρ.την ώρα!) υποχρεώνοντάς τους ταυτόχρονα να σταθμεύουν σε ορισμένα μέρη.
Και αυτοί απεργώντας, «απέζευξαν τους ίππους των».Κορόϊδευαν οι αργόσχολοι: «Ακούς εκεί να θέλουν να τους βάλουν χαλινούς ενώ αυτοί κρατούν πάντοτε τους χαλινούς!Και τι θα γίνει με τους παρεπιδημούντες ξένους,τους συνοδεύοντες κηδείες,τους προτιθέμενους να συνάψουν γάμους και άλλους;»
Εμφανίστηκαν,έτσι,στους δρόμους οι περιώνυμες σούστες και οι όνοι.«Τα έμαθες;(έλεγαν οι ευφυολόγοι),οι γάϊδαροι έφτασαν 3 δραχμές την ώρα!»
Στην Κόρινθο, τόποι συγκεντρώσεως των αμαξάδων ήσαν η κεντρική Πλατεία και ο σιδηροδρομικός της σταθμό, όπου και «η μεγάλη κίνησις επιβατών και ταξιδιωτών». Από εδώ, άλλωστε, ξεκινούσαν και μέσω του τραίνου ταξίδευαν κι΄ έφταναν οι επιβάτες. Κι΄εδώ έμεναν οι άμαξες για να μεταφέρουν αυτόν που ήθελε να πάει παντού αλλά και στο Λουτράκι αντί 2 δραχμών «δια σχεδίας, ελκομένης προς την Στερεάν Ελλάδα».
Η καθυστέρηση του ΣΠΑΠ να κατασκευάσει στον Ισθμό σιδηροδρομική διακλάδωση μέχρι το Λουτράκι,της οποίας κατασκευής η δαπάνη υπολογιζόταν περίπου εκατό χιλιάδων δραχμών («και πόσοι απ΄την Αθήνα δεν θάρχονταν στο Λουτράκι αν υπήρχε αυτή η διακλάδωση!,έλεγαν οι ενδιαφερόμενοι),απέφερε κάθε χρόνο στους αμαξάδες Κορίνθου και Λουτρακίου 20 χιλιάδες δραχμές,περίπου.
Το 1898 ο ΣΠΑΠ αποφάσισε να φτιάξει ένα κιόσκι, μόνο, στη γέφυρα του Ισθμού γι΄αυτούς που ήθελαν να πάνε στο Λουτράκι με άμαξες, όταν το τραίνο της γραμμής Πελοποννήσου, με δεκάλεπτη στάση εκεί, τους αποβίβαζε.
Κι΄ η επιτροπή αμαξηλατών Κορίνθου ειδοποιούσε «τους κυρίους επιβάτες του σιδηροδρόμου Π.Α.Π οι οποίοι μεταβαίνουν στα λουτρά του Λουτρακίου, οτι είναι συμφερώτερο σ΄αυτούς να εξέρχονται στην Κόρινθο και όχι στη στάση που η εταιρεία προτίθεται να ιδρύσει κοντά στη γέφυρα του Ισθμού προς ευκολία τους, δήθεν, καθότι στην μεν Κόρινθο θέλουν εύρει ύδωρ καθαρό, καφέ, φαγητό καθώς και άμαξα έτοιμη, εκεί δε κανένα σπίτι, ούτε για στέγαση, παραμένοντες έτσι εκτεθειμένοι στον ήλιο.
Εκτός δε τούτου, ο από γεφύρας μέχρι Λουτρακίου δρόμος είναι ελεεινός, σχεδόν αδιάβατος και πλήρης διαφόρων εντόμων καθόσον διέρχεται μέσα από χωράφια και έλη, και θα πληρώνει κάθε άτομο 1,25 δραχμές, ενώ ο από Κορίνθου μέχρι Λουτρακίου (σημ.,απ΄την Ποσειδωνία) νεοκατασκευασμένος είναι ένας απ΄τους πιο λαμπρούς δρόμους, συγχρόνως δε διέρχεται και πλησίον της θαλάσσης, ώστε οι επιβάτες θέλουν έχει καθ΄όλον το ταξίδι τους δροσιά. ΄Εκαστο πρόσωπο θα πληρώνει δρ.1. Ταύτα έστωσαν προς γνώσιν των κ.κ. επιβατών, στους οποίους εναπόκειται να κρίνουν το συμφέρον τους».Και υπέγραφαν:Ανδρέας Λιβαδίτης, Πέτρος Πανόβρακας, Γιάννης Γκιώνης, Σεραφείμ Λουκαϊτης.

Το πρώτο λεωφορείο-Οι αλλαγές και «ο άγαμος γέρων»

Παρά τις παροτρύνσεις των Κορινθίων αμαξάδων, οι περισσότεροι επιβάτες του τραίνου συνέχιζαν, ταλαιπωρούμενοι έστω, να μεταβαίνουν απ΄τον Ισθμό στο Λουτράκι,ακόμα κι΄ όταν ο ΣΠΑΠ μίσθωνε άμαξες (κάτω απ΄τις ζωηρές αντιδράσεις των Λουτρακιωτών αμαξάδων) γι΄αυτή τη διαδρομή.
Κι΄ αυτά όλα, με τους Κορίνθιους αμαξηλάτες να καταγγέλλουν οτι στη γέφυρα Κορίνθου «πολλάκις οι επιβάται, οι δια το Λουτράκι, μένουν εκεί ψηνόμενοι μίαν ώραν δια να έλθουν αι άμαξαι της Εταιρείας να τους παραλάβουν».
Για τη λύση του προβλήματος δεν έλειπαν και οι ευφάνταστοι, οι οποίοι, για τη σύνδεση Κορίνθου–Λουτρακίου, πρότειναν «τροχιοδρόμο ατμήλατο, αν όχι ηλεκτρικό», που, όπως έλεγαν, ήταν δυνατό να γίνει.Τόνιζαν δε σχετικά: «Yποθέτετε, μετά απ΄ αυτό, οτι θα καθόταν κανείς να ξεροψήνεται σε κείνο το τηγάνι, που λέγεται Λουτράκι; Τι θα συνέβαινε αν υπήρχε τροχιοδρόμος Κορίνθου-Λουτρακίου, ο οποίος θα διήνυε το διάστημα σε 15-20 λεπτά της ώρας; ΄Ολοι πάρα πολύ φυσικά οι πάσχοντες θα έρχονταν εδώ στην Κόρινθο να καθήσουν, θα πήγαιναν μια στιγμή να κάνουν το μπάνιο τους στο Λουτράκι και θα γύριζαν έπειτα εδώ να βρούν όλη την άνεση που θέλουν. Τα ενοίκια εδώ αναντιρρήτως φθηνότερα και τα τρόφιμα ακόμη περισσότερο. Δεν υπάρχει όμως τροχιοδρόμος και οι Κορίνθιοι χάνουν».
Ωστόσο, και στις αρχές, ακόμη, του 20ου αιώνα, ταξιδιώτες, υποστήριζαν πως «ευκολώτερον ημπορείτε να έλθετε από τας Αθήνας εις την Κόρινθον παρά να υπάγετε από την Κόρινθον εις Λουτράκιον.΄Οχι μόνον δεν υπάρχει τακτική συγκοινωνία αλλά πρέπει να πληρώσετε 7-8 δραχμάς δι΄ άμαξαν!»
Άργότερα, πάντως, αυτοκίνητη λέμβος, εκτελούσε το δρομολόγιο Λουτρακίου-Κορίνθου, όταν ο καιρός ήταν καλός. Έτσι, πολλοί ξένοι έφταναν απ΄το Λουτράκι στην Κόρινθο. Όπου ο μεν «Φλοίσβος» ήταν, συνήθως, κατάμεστος, αλλά, όπως αυτοί παραπονούνταν, η αγορά της είχε φρούτα πιο ακριβά, απ΄την Αθήνα. Το θαλάσσιο ταξίδι απ΄το Λουτράκι στην Κόρινθο με επιστροφή κόστιζε 50 λεπτά.
Ενώ η μεταφορά στην ξηρά των επιβατών απ΄τά πλοία που αγκυροβολούσαν πολύ κοντά στην παραλία του Λουτρακίου και αντίστροφα,1 δραχμή κατ΄ άτομο,και τούτο γιατί οι λεμβούχοι, «έκαμαν μονοπώλιον χάριν κερδοσκοπίας».
Τον Ιούνιο 1904 ο Έλληνας πρωθυπουργός και ο υπουργός των Ναυτικών «επιβάντες ατμοημιολίας απήλθον εις Λουτράκι συνοδεύοντες φιλοξενουμένους των». Ένεκα όμως της κακοκαιρίας η γολέτα δεν μπόρεσε να προσεγγίσει κι΄ετσι ο πρωθυπουργός και η συνοδεία του αναγκάσθηκαν ν΄αποβιβαστούν στο Καλαμάκι απ΄ όπου ήλθαν σιδηροδρομικώς στην Κόρινθο και από εδώ με άμαξες στο Λουτράκι.

Εκμετάλλευση αμαξηλατών και αντίστροφα

Οι αμαξηλάτες, καμμιά φορά, γίνονταν αντικείμενο εκμεταλλεύσεως, αλλ΄ ενίοτε συνέβαινε και το αντίστροφο. Διαμαρτυρόταν ο «έντιμος αμαξηλάτης Δημήτριος Μουτζόπουλος εκ Ξυλοκάστρου Κορίνθου» τον Νοέμβριο του 1903 απευθυνόμενος σε επιβάτη του :
«Κύριε ....Χθες εγίνατε παραίτιος όχι μόνο να ζημιωθεί ένας άνθρωπος πάντοτε εντίμως εργαζόμενος, αλλά και το χείριστο να οδηγηθεί στο κρατητήριο και να κρατηθεί αδίκως επί 7 ολόκληρες ώρες. Τούτο προήλθε απ΄την επιμονή που επεδείξατε διϊσχυριζόμενος οτι με πληρώσατε για την κούρσαν (...) ενώ εγώ δεν πληρώθηκα. Επειδή δε επέμεινα στο δίκαιό μου ενεργήσατε και φυλακίσθηκα επί 7 ολόκληρες ώρες και έτσι γίνατε παραίτιος ζημίας εξ αμαξαγωγίων όχι μικρής. Για τ΄ανωτέρω που επράξατε κατ΄εμού, σας πληροφορώ οτι αν δεν με αποζημιώσετε για την καταναγκαστική αργία, στην οποία με υποβάλατε παραστήσαντες ψευδώς τα συμβάντα στη διεύθυνση της αστυνομίας, θα καταφύγω στη Δικαιοσύνη η οποία είμαι πεπεισμένος οτι θα με ικανοποιήσει και ηθικά και για την υλική ζημία που υπέστην».
Και ο επιβάτης απαντώντας έλεγε, πως ο αμαξηλάτης πληρώθηκε την «κούρσαν» του και οτι η τιμωρία απ΄την αστυνομία ήταν «δικαία και λίαν επιεικής μάλιστα, διότι η διαγωγή του ήτο αυτόχρημα διαγωγή εκβιαστού και αι πράξεις του φαύλαι».

Το πρώτο λεωφορείο

Ο δρόμος, που συνέδεε Κόρινθο και Λουτράκι, κάθε άνοιξη και καλοκαίρι, ένεκα της σκόνης, «ευρίσκετο εις αθλιεστάτην κατάστασιν». Και τις πιο πολλές χρονιές ο δήμος Κορίνθου διενεργούσε δημοπρασίες για το κατάβρεγμα όχι μόνο του δρόμου αυτού, αλλά και των χωματόδρομων της Κορίνθου, τους θερινούς μήνες, που υπήρχε άμεση ανάγκη καταβρέγματος. Και στιχουργούσε, σατιρίζοντας, ο στιχοπλόκος του «κάρρου»:
«Καταβρέχτης εν Κορίνθω καταβρέχων τας οδούς και παλαίβω ακουράστως με διάφορους καιρούς. Το καλοκαίρι, φίλτατοι,το κάρρο μου γεμίζω και με το κάρρο μου αυτό εν γένει σας δροσίζω. Πλατείες και στενά και όλα τα σοκάκια, που κατοικούν οι όμορφες κι΄ όλα τα κοριτσάκια».
Το 1908 ο επιχειρηματίας Ανδρέας Κωνσταντόπουλος, γαμπρός απ΄την κόρη του Κίμ.Ρουφογάλη (που είχε διατελέσει μια δωδεκαετία δήμαρχος Κορίνθου),έφερε στην Κόρινθο απ΄τη Γαλλία «ένα τελειότατον αυτοκίνητον κλειστόν με δέκα θέσεις προς εξυπηρέτησιν της συγκοινωνίας Κορίνθου-Βόχας τον χειμώνα και Κορίνθου-Λουτρακίου το θέρος.Μη δε φεισθείς δαπανών μετεκάλεσεν,εκ Παρισίων, επί μηνιαία αμοιβή και σωφέρ».(Που όμως, λίγο μετά, «οδηγών εις την πόλιν παρέσυρεν ογδοηκονταετή γέροντα,θραύσας ένα βραχίονά του»).
Οι Κορίνθιοι περίμεναν, ότι «οι συμπολίται των αμαξηλάται (σημ. που ανέρχονταν σε 127, κατά την απογραφή του 1907), δεν θέλουσι παρακωλύσει την λειτουργίαν του αυτοκινήτου τούτου μεθ΄ όλην την παρατηρηθείσαν κατ΄ αυτάς ποιάν τινά παρά τοις κύκλοις αυτών εξέγερσιν». Η οποία εξέγερση αφορούσε, βέβαια, στο αυτοκίνητο, ξαφνικό πανελλήνιο ανταγωνιστή τους, αλλά και στο σιδηρόδρομο, τοπικά.
Συγκεκριμένα, οι αμαξηλάτες και καρραγωγείς, που είχαν ιδρύσει πανελλήνια ένωση, με έδρα την Αθήνα, έτρεχαν από υπουργείο σε υπουργείο, ζητώντας,με ψήφισμά τους, τον αποκλεισμό της συστάσεως εταιρείας «προς προμήθειαν αυτοκινήτων», αλλά και την προστασία τους απ΄τον ΣΠΑΠ, γιατί παραβλάπτονταν τα συμφέροντά τους. Κατέφυγαν και στον πρωθυπουργό Γ.Θεοτόκη ο οποίος, αφού τους άκουσε, απάντησε ότι «αν και εντελώς αναρμόδιος να επέμβη εις ιδιωτικάς υποθέσεις» (εννοώντας τον ανταγωνισμό στον ιδιωτικό τομέα), «θα κατέβαλλε προσπαθείας τινάς». Πήγαν και στ΄ ανάκτορα.
Το αυτοκίνητο, πάντως, του επιχειρηματία Κωνσταντόπουλου σύντομα έπαψε να κυκλοφορεί και ο σωφέρ του αναχώρησε. Η συγκοινωνία, έκτοτε, εξακολουθούσε να διεξάγεται με άμαξες, κάρρα κ.ά, για την Ποσειδωνία (και αλλού). Με την ευχή μετέωρη: «Μακάρι να συνδεθούν, και μάλιστα γρήγορα, Λουτράκι και Κόρινθος με σιδηροδρομικήν γραμμήν, όπως συζητείται».

Οι αλλαγές και ο «άγαμος γέρων»

Οι αντιδράσεις (αρχικά, προς το σιδηρόδρομο, μετέπειτα στη διάνοιξη του Ισθμού, όπως είδαμε, και) τώρα στην εισαγωγή του αυτοκινήτου, απ΄τους Έλληνες, και εδώ τους Κορίνθιους αμαξηλάτες, παραπέμπουν στην ιστορία. Η οποία βεβαιώνει, ότι πάντοτε ισχυρά τμήματα των κοινωνιών έρχονται σε σύγκρουση προς τις τεχνολογικές εξελίξεις, οι οποίες, αναπόδραστα, και επαγγέλματα καταργούν και δημιουργούν νέα.
Στην Αγγλία λ.χ.,πιο παληά, οι αλογάρηδες είχαν ξεσηκωθεί κατά των αμαξηλατών, γιατί η «λεωφόρος άμαξα» ήταν ολέθρια. Ξεσηκώθηκαν ακόμη και οι «άλκιμοι ναύτες του Τάμεση», που ασχολούνταν με το κύριο μέσο συγκοινωνίας απ΄ τό Λονδίνο ως το Ουϊνδσωρ και πιο πέρα. Και οι κατασκευαστές «εφιππίων και πτερνιστήρων», που θα χρεωκοπούσαν κατά εκατοντάδες. Και τα πολυάριθμα ξενοδοχεία,στα οποία συνήθιζαν να καταλύουν οι έφιπποι οδοιπόροι, που θα έκλειναν από έλλειψη πελατών. Πέραν του ότι οι άμαξες το θέρος ήσαν πολύ ζεστές και το χειμώνα πολύ ψυχρές, ενώ η παρουσία παιδιών και αρρώστων στους επιβάτες οχληρή. Άλλωστε, οι άμαξες, άλλοτε έφταναν στο ξενοδοχείο αργά, ώστε να μη μπορεί να ετοιμασθεί δείπνο, κι΄άλλοτε αναχωρούσαν πρωΐ χωρίς να μένει χρόνος στους οδοιπόρους να πάρουν πρωϊνό. Γι΄αυτούς, λοιπόν, και γι΄ άλλους λόγους, ζητούσαν ν΄απαγορευθεί οι άμαξες να εκτελούν περισσότερα από ένα ταξίδια την εβδομάδα, να υποχρεωθούν να σύρονται από 4 και πάνω άλογα, κ.ο.κ. Έτσι, θα μπορούσαν όλοι, εκτός απ΄ τους χωλούς και τους αρρώστους, να επανέλθουν στην οδοιπορία.
Οι αντίθετοι προς αυτά υποστήριζαν: Οι «λεωφόρες άμαξες» δεν εμποδίζουν τους υγιείς και τους εύρωστους περιηγητές, να κάνουν έφιπποι τη μακρυνή τους οδοιπορία. Και μήπως αυτοί, που ταξιδεύουν με δική τους άμαξα βρίσκουν κάθε μέρα στους σταθμούς τον απαιτούμενο αριθμό αλόγων; Εξάλλου, οι οδοιπόροι αν δεν είναι πολυάριθμοι και καλά οπλισμένοι κινδυνεύουν και να σκοτωθούν (βλ.Μακώλεϋ Ιστορία,2ος τ., ελλην.έκδ.1897,σελ. 416-417).
Αναλογικά, το φαινόμενο αυτό παρουσιάσθηκε, για κοινωνικοοικονομικούς και (όχι μόνο) λόγους και στην Ελλάδα και στην Κορινθία, όπου το 1837 υπήρχαν λίγες άμαξες, πολλά υποζύγια, αρκετοί αυτοαπασχολούμενοι και ελάχιστοι δημόσιοι υπάλληλοι (76 το 1861), ενώ το 1907, ελάχιστα υποζύγια, 127 άμαξες, όπως είδαμε, αρκετά νέα επαγγέλματα στη θέση των παλαιών και 206 δημόσιοι υπάλληλοι.
Και είναι ιστορικά βεβαιωμένο οτι σε καμμιά εποχή δεν έγινε εύκολα αποδεκτή η τεχνολογία, ιδιαίτερα, από λαούς που βρίσκονται στο στάδιο οικονομικής και θεσμικής αναπτύξεως. Στην Ελλάδα, όταν ήλθε το άροτρο, δύσκολα έγινε αποδεκτό, καθώς είδαμε, γιατί, όπως ειπώθηκε, στο πνεύμα του Έλληνα, κάθε νεωτερισμός εμποιεί την ίδια εντύπωση που προκαλεί στον άγαμο γέροντα μία πρόταση γάμου.
Οι Κορίνθιοι, πάντως, όταν ήλθε στην πόλη τους ο σιδηρόδρομος κι΄ άνοιξε η διώρυγα, έδειξαν προσαρμογή στις εξελίξεις αυτές. Που, για ένα χρονικό διάστημα, μαζί με τα κέρδη απ΄ την αύξηση της τιμής της σταφίδας στις διεθνείς αγορές, τους έφεραν πλούσιες απολαυές.
Άλλο θέμα, ότι μετά από λίγα χρόνια θα διαπίστωναν, πως οι τεχνολογικές αυτές εξελίξεις θα υπερακόντιζαν τις ελπίδες για μακροημέρευση της ευημερίας και θα μετέτρεπαν την πόλη τους σε κέντρο διερχομένων επιβατών (σιδηροδρομικώς και ατμοπλοϊκώς), με όλες τις δυσμενείς, γι΄αυτούς συνέπειες.

Δεν υπάρχουν σχόλια: